Του Λευτέρη Κρέτσου, γενικού γραμματέα Ενημέρωση και Επικοινωνίας
«Μετά τις Τηλεοπτικές Άδειες τι; Βήματα μπροστά»
Σε προηγούμενο άρθρο στο ΑΠΕ-ΜΠΕ είχα την ευκαιρία να τονίσω τις δομικές αλλαγές που συντελούνται στο χώρο της παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης οπτικοακουστικού περιεχομένου, καταλήγοντας στη θέση ότι η τηλεόραση παραμένει ο βασιλιάς. Το συμπέρασμα είναι ότι έχουμε διεθνώς περάσει στη χρυσή εποχή της τηλεόρασης και της οπτικοακουστικής παραγωγής με καλύτερα και πιο ποιοτικά προγράμματα, με πιο διευρυμένο κοινό παγκοσμίως, με μεγαλύτερη ταχύτητα, αμεσότητα, με υψηλότερη ευκολία διανομής και ενίοτε διαμοιρασμού του περιεχομένου εξαιτίας της εισαγωγής νέων τεχνολογιών, της χρήσης περισσότερων εφαρμογών και γρηγορότερου διαδικτύου.
Αφορμή για τη συγγραφή του άρθρου εκείνου ήταν η πρόσφατη τότε ομόφωνη απόφαση του ΕΣΡ για την προκήρυξη επτά τηλεοπτικών αδειών πανελλαδικής εμβέλειας 10ετους διάρκειας, με την καταβολή τουλάχιστον 35 εκατομμυρίων ανά άδεια. Σήμερα, διαφαίνεται πλέον η ολοκλήρωση της διαδικασίας από το ΕΣΡ με μόλις πέντε υποψήφιους επενδυτές να έχουν περάσει το στάδιο της προεπιλογής και αν αυτό δεν αλλάξει δύο τηλεοπτικές άδειες θα μείνουν «ορφανές», ενώ το ιστορικό MEGA εξακολουθεί να παραμένει ζωντανό, αλλά διασωληνωμένο, με τους εργαζόμενους του απλήρωτους και το κανάλι εκτός διαγωνιστικής διαδικασίας.
Αφήνω ασχολίαστη την αναντιστοιχία προθέσεων και πράξεων για όσους άσκησαν λυσσαλέα κριτική στον πρώτο διαγωνισμό του 2016, ειδικά ως προς τον αριθμό των καναλιών, και αναδιατυπώνω το ερώτημα που είχα εγείρει δέκα μήνες πριν, υπό το φως των νέων δεδομένων:
Έχει μέλλον η παραδοσιακή τηλεόραση;
Η απάντηση είναι απολύτως καταφατική. Η παραδοσιακή τηλεόραση δεν έχει πει την τελευταία της λέξη και έχει διακριτή θέση στο μελλοντικό τηλεοπτικό τοπίο. Σύμφωνα με μια έρευνα της Global TV Deck σε 19 χώρες το 2017 η παραδοσιακή τηλεόραση προσεγγίζει το 70% του πληθυσμού και το 90% των πολιτών σε μια εβδομάδα. Οι νεότεροι (millenials) αν και προτιμούν τις streaming υπηρεσίες, όπως αυτές του Netflix, εμφανίζονται με το πέρας του χρόνου και την απόκτηση παιδιών να αυξάνουν το χρόνο τηλεθέασης τους, μεγάλο μέρος του οποίου αφορά και την παραδοσιακή γραμμική τηλεόραση.
Και αυτό γιατί η παραδοσιακή τηλεόραση μπορεί να μη διαθέτει τις πολύ δαπανηρές και κορυφαίες τηλεοπτικές σειρές του Netflix ή της Amazon, που έχουν παγκόσμιο κοινό και απήχηση, αλλά έχει μεγαλύτερη πρόσδεση με την τοπικότητα και διαθέτει το πλεονέκτημα να παρέχει ζωντανό πρόγραμμα. H τηλεθέαση, για παράδειγμα, μεγάλων αθλητικών γεγονότων παραμένει προνομιακό πεδίο της παραδοσιακής τηλεόρασης (συνδρομητικής και ελεύθερης).
Είναι ενδεικτική η πρόσφατη μελέτη του Broadcasters Audience Research Board (BARB) στη Βρετανία, η οποία αποκάλυψε ότι το 87% της τηλεοπτικής θέασης αφορά ζωντανό και όχι κατά παραγγελία πρόγραμμα (Video on Demand, VoD), γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει ότι οι streaming υπηρεσίες κερδίζουν μεν έδαφος, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστούν την παραδοσιακή γραμμική τηλεόραση. Οι streaming υπηρεσίες, αντίθετα, συμπληρώνουν τις αυξημένες απαιτήσεις κατανάλωσης οπτικοακουστικού περιεχομένου.
Και φυσικά αν αυτό ισχύει στην περίπτωση της Βρετανίας, όπου σύμφωνα με τη Mortar London περισσότερο από το 40% των πολιτών δαπανούν πάνω από 300-εκατομμύρια λίρες το μήνα σε συνδρομητικές πλατφόρμες και VoD υπηρεσίες, όπως αυτές του Netflix, της Amazon Prime, του Now TV and της HayU, τότε στην περίπτωση της Ελλάδας ισχύει ακόμη περισσότερο, δεδομένης της χαμηλότερης διείσδυσης και πιο σαφώς περιορισμένης τάσης υποκατάστασης της παραδοσιακής τηλεόρασης από νέους πάροχους.
Άλλωστε τα σχετικά μεγέθη τηλεθέασης είναι εξόχως αποκαλυπτικά. Οι νέοι πάροχοι και οι επιγραμμικές πλατφόρμες βίντεο συνεχούς ροής (streaming video services) φέρνουν νέα δεδομένα και πρωταγωνιστούν στις εξελίξεις εξαιτίας των πανάκριβων παραγωγών τύπου Games of Thrones και Crown.
Ο χρόνος όμως θέασης περιεχομένου που μεταδίδεται σε πραγματικό χρόνο είναι κατά 300% μεγαλύτερος σε σχέση με τον κατά παραγγελία χρόνο και η ελεύθερης λήψης τηλεόραση (Free to Air) προσφέρει σε ημερήσια βάση δύο δισεκατομμυρία ώρες περιεχομένου στα νοικοκυριά της Ευρώπης, ενώ η κατά παραγγελία συνδρομητική τηλεόραση (SVOD) ανέρχεται σε μόλις 12 δισεκατομμύρια ώρες θέασης το μήνα.
Επιπλέον, η παραδοσιακή τηλεόραση εξακολουθεί να αποτελεί το μέσο ενημέρωσης με την υψηλότερη εμπιστοσύνη για τη διαφημιστική αγορά. Και αυτό ισχύει ακόμη και στην περίπτωση της αγοράς των ΗΠΑ, η οποία θεωρείται για πολλούς ως η πιο προηγμένη και αυτή που χαράσσει τις νέες τάσεις στο πεδίο της ψυχαγωγίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της AirBnB, η οποία είδε άμεση αύξηση στην επισκεψιμότητα των διαδικτυακών της ιστοσελίδων μόλις λάνσαρε τηλεοπτικές καμπάνιες. Πολλές γνωστές εταιρείες ακολούθησαν αυτόν τον κανόνα με πολύ υψηλά ποσοστά επιτυχίας.
Υπάρχουν ωστόσο και πιο μετριοπαθείς και εξόχως ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις για το μέλλον της παραδοσιακής τηλεόρασης, όπως αυτή του Walter Luzzolino, συνιδρυτή της διαδικτυακής τηλεόρασης Walter Presents του Channel 4. Ο Luzzolino σε πρόσφατο συμπόσιο ανέφερε ότι βρισκόμαστε στη μέση ενός φοβερού πολέμου μεταξύ της παραδοσιακής τηλεόρασης και των υπηρεσιών βίντεο συνεχούς ροής (streaming services) μέχρι να επέλθει ο γάμος και η συμφιλίωση των δύο πλευρών. Σε πέντε χρόνια η ενσωμάτωση των streaming services στην τηλεόραση θα έχει ολοκληρωθεί κατά τουλάχιστον 75%. Ορισμένα τηλεοπτικά κανάλια θα μπούν σε κοινοπραξίες με τους γίγαντες του διαδικτύου και θα αγοράσουν άλλα κανάλια, καθώς μόνο έτσι οι νέοι πάροχοι, όπως το Netflix θα μπορέσουν να διαμορφώσουν το δημόσιο διάλογο.
Η ελληνική τηλεοπτική πραγματικότητα σε κρίση
Σε κάθε περίπτωση όλα τα στοιχεία και οι τάσεις δείχνουν ότι έχει ακόμη ενδιαφέρον να επενδύσει κάποιος στη τηλεόραση και στην ευρύτερη οπτικοακουστική βιομηχανία και ιδιαίτερα σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου παρατηρείται έντονο πρόβλημα δημογραφικής γήρανσης, χρόνιας οικονομικής επιβάρυνσης των πολιτών, καθώς και απουσία παραγωγής πρωτότυπου περιεχομένου στα ελληνικά από διεθνείς παίχτες στην τηλεοπτική αγορά.
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι όλα είναι ρόδινα και ότι πρέπει να κρύψουμε τα προβλήματα κάτω από το χαλί. Η ελληνική τηλεοπτική πραγματικότητα, και αυτό αφορά και την περίπτωση της ΕΡΤ, βρίσκεται σε διπλή κρίση: Από τη μία εκείνη που έχουν προκαλέσει συσσωρευμένες παθογένειες, στρεβλώσεις και ανεπάρκειες ετών. Από την άλλη εκείνη που γεννούν οι προκλήσεις της νέας, ψηφιακής εποχής, στην οποία η ήδη βεβαρυμμένη ελληνική τηλεόραση καλείται ταχύτατα να προσαρμοστεί.
Θα ήταν, αν όχι λάθος, πάντως σίγουρα αντιπαραγωγικό να διαχωρίσουμε τις δύο κρίσεις. Ναι, να μελετήσουμε τις αιτίες που οδήγησαν τους λειτουργούς και τους ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών σταθμών σε παρωχημένες λογικές ή ενίοτε ακόμη και σε ρόλους επικίνδυνους για τη δημοκρατία. Ναι, να αναζητήσουμε τις διαδικασίες που καταδίκασαν και καταδικάζουν το ελληνικό τηλεοπτικό περιεχόμενο σε μια πορεία δραματικής παρακμής. Ναι, να αναρωτηθούμε για τους λόγους που η τηλεοπτική δημόσια σφαίρα εκδηλώνει συμπτώματα διακρίσεων, αποκλεισμών και φτήνιας.
Αν όμως το όραμα και ο στόχος είναι να μπουν τα θεμέλια για το ξεπέρασμα της κρίσης είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να εκμεταλλευθούμε τη μεγάλη ευκαιρία που αναδύεται με αφορμή και την ιστορικής σημασίας ολοκλήρωση της διαδικασίας αδειοδότησης. Να αναζητήσουμε λύσεις στα παλιά προβλήματα μέσα από τις προκλήσεις της νέας εποχής. Κοιτάζοντας κυρίως μπροστά, λαμβάνοντας ρυθμιστικές πρωτοβουλίες και ενθαρρύνοντας αναπτυξιακές λογικές, θεμελιώνοντας ένα υγιές -αυτήν τη φορά- πέρασμα της τηλεόρασης στην νέα ψηφιακή της εποχή.
Η ελληνική τηλεοπτική πραγματικότητα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο μεταίχμιο και ο χρόνος πιέζει. Μαζί της υποφέρει και η εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή παρά το πείσμα της κοινότητας των κινηματογραφιστών να καταθέσουν ψυχή και ταλέντο απέναντι σε ένα εχθρικό περιβάλλον χρηματοδότησης και φορολογίας ή/ και διακριτικής ανοχής (πχ. περίπτωση της υποχρέωσης των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών για επανεπένδυση του 1,5% στην κινηματογραφική παραγωγή). Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να βλέπουμε το μέλλον πιο αισιόδοξα; Και εδώ η απάντηση είναι καταφατική με την προοπτική της ανάγνωσης των νέων δεδομένων και της λήψης των απαιτούμενων μέτρων και δράσεων.
Διαβάστε περισσότερα εδώ: https://www.amna.gr/mobile/article/262854/Arthro-L-Kretsou-sto-APE-MPE-Meta-tis-Tileoptikes-Adeies-ti-Bimata-mprosta